τάξιμο — το το τάμα, η υπόσχεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
επευχή — ἐπευχή, η (Α) προσευχή, τάξιμο … Dictionary of Greek
ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… … Dictionary of Greek
ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εύχος — εὖχος, ( εος και ους, τό, ποιητ. τ. (Α)) [εύχομαι] 1. αυτό που εύχεται κάποιος για τον εαυτό του, το ποθούμενο 2. αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, το καύχημα 3. αφιέρωμα, προσφορά, τάξιμο … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
συγκάτευγμα — τὸ, Α [συγκατεύχομαι] το κοινό τάξιμο σε κάποιον θεό … Dictionary of Greek
τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… … Dictionary of Greek
τάσσιμο — το, Ν (στον Ερωτόκρ.) βλ. τάξιμο … Dictionary of Greek